Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν κατηγορίαν

См. также в других словарях:

  • оглаголаниѥ — ОГЛАГОЛАНИ|Ѥ (51), ˫А с. Обвинение, осуждение: все бо ѥже не трѣбовани˫а ради. нъ ѹ||крашени˫а ради приѥмлетьсѧ. оплазовани˫а имать ог҃лани˫а. УСт к. XII, 223–223 об.; гл҃ѥть же имѣти нѣкоѥ цр҃квьноѥ на еп(с)па ѡг҃ланиѥ. (κατηγορίαν) КЕ XII, 27а; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • оклеветаниѥ — ОКЛЕВЕТАНИ|Ѥ (48), ˫А с. 1.Обвинение: нѣ прежде да напишють они равьнѹ оклѥве танию при˫ати бѣдѹ. (ὑποτιμήσασϑαι!) КЕ XII, 27а; му(ж) мнитсѧ мощи. жену свою ѡбличiти… и аще || таковое ѡклеветанье. ˫авитсѧ истинно. тог(д)а разълучѣнью бывъшу. (ἡ…… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»